Τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, το να είσαι “σχεσιακός” θεραπευτής δεν είναι πλέον μόνο αποδεκτό, αλλά και της μόδας. Η σχεσιακή οπτική έχει επηρεάσει σημαντικά όλον τον χώρο της ψυχοθεραπείας. Παρόλα αυτά, όσο περισσότερο επεκτείνεται η επιρροή της, τόσο λιγότερο ξεκάθαρο γίνεται το νόημα του “σχεσιακού”. Ο βασικός κοινός παρονομαστής είναι η αναγνώριση ότι αυτό που έχει σημασία στη θεραπεία είναι η σχέση ανάμεσα σε θεραπευόμενο και θεραπευτή και ότι η αποτελεσματικότητα της θεραπείας εξαρτάται από την ποιότητα αυτής της σχέσης.
Παρόλα αυτά, ενώ η πλειοψηφία συμφωνεί ότι η θεραπευτική σχέση και η “ποιότητά” της έχει σημασία, αυτή η φαινομενική ομοφωνία καταρρέει με την πρώτη δυσκολία: δεν υπάρχει συμφωνία για το τι πραγματικά εννοούμε με “ποιότητα σχέσης”. Αντιθέτως, οι παραδοσιακές προσεγγίσεις έχουν την τάση να ορίζουν το “θεραπευτικό σχετίζεθαι” κυρίως μέσα από το δικό τους πλαίσιο αναφοράς, παίρνοντας ως δεδομένο το δικό τους υπόδειγμα για το “σχετίζεσθαι”.
Σε αυτό το σεμινάριο θα διερευνήσουμε τα ποικίλα και αντικρουόμενα νοήματα του “σχετίζεσθαι” και θα ξεδιαλύνουμε κάποια θεμελιώδη ερωτήματα:
Με ποιους τρόπους είναι απαραίτητο να είμαστε “σχεσιακοί” για να λειτουργήσει η θεραπεία; Ακούμε από δυσαρεστημένους θεραπευόμενους, όπως και από συναδέλφους με έναν πιο ιατρικό προσανατολισμό, ότι το να είμαστε σχεσιακοί μπορεί εξίσου να “καταστρέψει” τη θεραπεία… Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή την αντίθεση;
Πώς και γιατί ισχυριζόμαστε ότι η σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα της θεραπείας; Με ποιους τρόπους μπορεί αυτός ο ισχυρισμός να θεωρηθεί ότι είναι ουσιαστικά σωστός, με ποιους τρόπους μπορεί να γίνει προβληματικός ή να αποτελέσει προϊόν εξιδανίκευσης;
Αν επιμείνουμε στη διερεύνησή μας, τότε συνειδητοποιούμε ότι ένα μεγάλο μέρος του να “είμαστε σχεσιακοί” τείνει να εξισώνεται με τον θεραπευτή να συμμετέχει περισσότερο ως άνθρωπος, με το να έχει μια πιο άμεση, υποκειμενική και “αυθεντική” παρουσία στη συνεδρία (αντί να λειτουργεί καθαρά αντικειμενικά μόνο μέσα από τον ρόλο του γιατρού ή του ειδικού). Αλλά παραμένει το ερώτημα: τι είδος αυθεντικότητας -και πρακτικά αυτοαποκάλυψης- εννοούμε; Επίσης, δεν είναι προφανές ότι αν αυτή η στάση είναι αρκετά αποτελεσματική για να “κάνει” θεραπεία, τότε μπορεί επίσης και να “χαλάσει” τη θεραπεία;
Ή μήπως θεωρείται ότι το να “είμαστε σχεσιακοί” είναι ισοδύναμο με το να δρούμε επιδιορθωτικά με ενσυναίσθηση, να παρέχουμε ακριβή συντονισμό (ή διαδραστική ρύθμιση της τραυματισμένης ψυχονευροβιολογίας του θεραπευόμενου), κάτι που έλειπε από το παρελθόν του. Αλλά πώς μπορεί ένας θεραπευτής να ισχυριστεί ότι επιδιορθώνει κάτι παρέχοντας ολοκληρωτική αποδοχή, ολοκληρωτική περίθαλψη αν δεν έχει πρωτύτερα προσδιορίσει και διαγνώσει σωστά μια παθολογία ή σφάλμα ή ελάττωμα;
Τι είδος ιδέες για τη σχέση έχουν οι διαφορετικές θεραπευτικές παραδόσεις; Πώς αυτές οι ιδέες συγκρούονται και πώς αλληλοσυμπληρώνονται; Υπάρχει ένα συνεκτικό πλαίσιο κάτω από τις αντιθέσεις, ειδικά όταν προσπαθούμε να γίνουμε συνθετικοί;
Δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσουμε από το υποκείμενο παράδοξο, δηλαδή ότι το να αγκαλιάσουμε την υποκειμενικότητα του θεραπευτή ως ένα πολύτιμο και απαραίτητο συστατικό στη θεραπευτική διαδικασία είναι δίκοπο μαχαίρι: αν μπορεί να θεραπεύσει, τότε δεν πρέπει επίσης να έχει και την ικανότητα να πληγώσει;
Σε αυτό το σεμινάριο, θα εξετάσουμε την ποικιλία των νοημάτων που έχουν δοθεί στην ιδέα του να “είμαστε σχεσιακοί” κατά τη διάρκεια της ιστορίας των 100 χρόνων της σύγχρονης ψυχοθεραπείας και θα προτείνουμε μια σύνθεση που δεν προσπερνάει στα γρήγορα τις βαθιές συγκρούσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις και υποδείγματα, αλλά τις χρησιμοποιεί για να φέρει μια βαθύτερη κατανόηση του ψυχισμού του θεραπευόμενου που βρίσκεται σε σύγκρουση.