"Το ανθρώπινο δυναμικό είναι σαν τα αυγά των ψαριών -το 90% πάει χαμένο".
Βιολιστής Yehudi Menuhin
-
Άραγε χρησιμοποιείτε το πλήρες δυναμικό όλων των ικανοτήτων σας στις συνεδρίες σας με τους πελάτες σας;
-
Σε ποιες ψυχοσωματικές σας ικανότητες βασίζεται η πρακτική σας; -είτε είστε ψυχοθεραπευτής, σύμβουλος, coach, μέντορας ή ανήκετε σε οποιοδήποτε άλλη κατηγορία επαγγελματία ψυχικής υγείας.
-
Σε όλες τις ψυχολογικές θεραπείες και κλάδους, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε διδαχθεί ότι η πρακτική μας βασίζεται στην “χρήση του εαυτού”. Στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με άλλα επαγγέλματα, ως θεραπευτές αυτό τείνει να είναι το ένα και μοναδικό εργαλείο μας. Πόσο από αυτό το εργαλείο χρησιμοποιείτε όταν εργάζεστε; Το χρησιμοποιείτε στο μέγιστο των δυνατοτήτων του;
-
Αξιοποιείτε πλήρως τον εαυτό σας ως θεραπευτές;
Σε αυτό το σεμινάριο θα φέρουμε κοντά δύο παραμελημένους τομείς, τους οποίους όταν αρχίσουμε να τους χρησιμοποιούμε στον μέγιστο δυνατό βαθμό, προς όφελος της διαδικασίας του θεραπευόμενου και της δικής μας αποτελεσματικότητας, τότε, δημιουργείται μια ισχυρή συνέργεια.
1. Η ολιστική σωματική αντίληψη πέρα από τις “ομιλητικές θεραπείες”.
Θέλουμε να αποκτήσουμε πρόσβαση και να αξιοποιήσουμε το πλήρες πολυδιάστατο φάσμα των ικανοτήτων και της πολλαπλής νοημοσύνης του ψυχοσώματός σας: Αισθήσεις, συναισθήματα, φαντασία, γνωστικές δεξιότητες, διαίσθηση. Εδώ μπορούμε να αξιοποιήσουμε την παράδοση των σωματικών προσεγγίσεων, καθώς και τις ολιστικές και σωματικές θεραπείες τραύματος. Πλέον διαθέτουμε ένα ευρύ φάσμα τέτοιων προσεγγίσεων, από την παράδοση του Ράιχ μέχρι το Focussing, την Ψυχολογία με Προσανατολισμό στη Διεργασία και τη Sensorimotor Psychotherapy, οι οποίες εκτιμούν την αξία της σωματικότητας και των από κάτω προς τα πάνω τρόπων εργασίας με το σώμα.
2. Η αντιφατική ποικιλομορφία των σχεσιακών στάσεων και τρόπων
Πολλοί από εμάς, ως επαγγελματίες ψυχικής υγείας, λειτουργούμε από μία μόνο συνήθη σχεσιακή θέση, την οποία έχουμε απορροφήσει από τις εκπαιδεύσεις και τις παραδόσεις μας και συνήθως θεωρούμε δεδομένη:
Μπαίνουμε στο γραφείο μας, καθόμαστε στην καρέκλα του θεραπευτή και υιοθετούμε μία θεραπευτική θέση. Όταν όμως βλέπουμε επαγγελματίες από άλλες προσεγγίσεις, παραδείγματα και κλάδους, αναγνωρίζουμε ότι η επιτυχία της πρακτικής τους προκύπτει από το γεγονός ότι υιοθετούν εντελώς διαφορετικές σχεσιακές θέσεις. Αυτό εγείρει το ερώτημα: Ποιο είναι το πλήρες φάσμα των σχεσιακών δυνατοτήτων; Ποια είναι η ποικιλομορφία των χρήσιμων θεραπευτικών θέσεων; Και πώς θα έμοιαζε η πρακτική μας αν αναπτύσσαμε ευελιξία και ροή μεταξύ όλων αυτών των πιθανών και διαθέσιμων σχεσιακών θέσεων;
Παραδόξως, αυτά τα σημαντικά ερωτήματα σχετικά με αυτόν τον παραμελημένο τομέα του χώρου μας δεν έχουν αποσαφηνιστεί από την ανάπτυξη του σχεσιακού κινήματος τα τελευταία 30 χρόνια, αν και είναι θεμελιώδη για την κατανόηση της θεραπευτικής σχέσης ως σχέσης. Το γεγονός ότι ο ψυχοθεραπευτικός χώρος αποτελείται από μια ποικιλία αντιφατικών σχεσιακών θεραπευτικών θέσεων, καθεμία από τις οποίες έχει τη δική της συνεκτική, αναγκαία, έγκυρη και πολύτιμη συμβολή, δεν γίνεται αντιληπτό, εκτός αν κοιτάξουμε πέρα από τη δική μας θεωρούμενη ως δεδομένη συνήθη θέση και αμφισβητήσουμε την περιορισμένη και μερολητπική της θέση μέσα στο ποικιλόμορφο σύνολο των σχεσιακών μεθόδων.
Αυτό το σεμινάριο αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία συλλογικής μάθησης, συγκεντρώνοντας για πρώτη φορά ξεκάθαρα δύο εξίσου σημαντικές αρχές της θεραπείας του 21ου αιώνα με τρόπο που να είναι μεγαλύτερος από το άθροισμα των μερών του: Τις σωματικές προσεγγίσεις και την ιδέα των ποικίλων σχεσιακών μεθόδων. Οι θεωρήσεις αυτές αναπτύχθηκαν χωριστά, διαχωρισμένες, επί πολλές δεκαετίες, χωρίς ποτέ να συναντηθούν σωστά ούτε να αλληλογονιμοποιηθούν. Υπάρχουν μόνο λίγες διαθέσιμες συνθετικές διατυπώσεις που κατανοούν και εκφράζουν το σύνολο των διαφορετικών σχεσιακών τρόπων σε όλον τον χώρο της ψυχοθεραπείας· για λόγους απλότητας, σε αυτό το σεμινάριο θα χρησιμοποιήσουμε το μοντέλο της Martha Stark (και όχι τα άλλα, συμπληρωματικά μοντέλα της Petruska Clarkson ή της Lavinia Gomez).
Ακολουθώντας το βιβλίο της Martha Stark (Modes of Therapeutic Action, 1999) σχετικά με τους “τρόπους θεραπευτικής δράσης”, θα πρέπει να διευκρινίσουμε τι εννοεί με την ψυχολογία του ενός ατόμου, του ενάμισι ατόμου και των δύο ατόμων, καθώς και τη σχεσιακή στάση του θεραπευτή στην οποία αναφέρονται οι όροι αυτοί. Επειδή ο ορισμός της Stark για την “ψυχολογία των δύο ατόμων” δεν ταιριάζει με τον παραδοσιακό ανθρωπιστικό ορισμό του ίδιου όρου, με την έννοια της διαλογικής, αυθεντικής σχέσης Εγώ-Εγώ, θα πρέπει να διακρίνουμε μια πρόσθετη κατηγορία: Τη θέση του ενός και τριών τετάρτων. Έτσι, αυτό μας δίνει τέσσερις διαφορετικές βασικές σχεσιακές στάσεις.
Η κρίσιμη αναγνώριση που αποτελεί τη βάση αυτού του σεμιναρίου είναι η εξής: Σχεδόν κάθε σωματικά προσανατολισμένη τεχνική, πρόταση ή παρέμβαση ενός θεραπευτή, μπορεί να πραγματοποιηθεί από οποιαδήποτε από τις τέσσερις βασικές στάσεις σχέσης, αλλά με τρόπο που αλλάζει θεμελιωδώς την πρόθεση και την ατμόσφαιρα ανάμεσα σε θεραπευτή και θεραπευόμενο, καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο η παρέμβαση είναι πιθανό να εκληφθεί από τον θεραπευόμενο.
Ακριβώς επειδή η κυρίαρχη έµφασή μας είναι να επεκταθούμε πέρα από την ομιλητική θεραπεία και τον λεκτικό-αναστοχαστικό νου του θεραπευοµένου, θέλουµε να είµαστε σε θέση να σκεφτούµε όχι µόνο πώς ο νους του θεραπευοµένου εκλαμβάνει την παρέµβασή µας, αλλά και πώς αυτή εκλαμβάνεται από ολόκληρη την εγκατεστημένη δοµή του ψυχοσώματος του θεραπευοµένου, και εποµένως, εξ ορισµού, πώς εκλαμβάνεται από το ασυνείδητό του. Με όρους μεταβίβασης/αντιμεταβίβασης μπορούμε απλά να ρωτήσουμε: Σύμφωνα με το (ασυνείδητο) βίωμα του θεραπευόμενου, “ποιος” κάνει την σωματική παρέμβαση (ποιο πρόσωπο, φιγούρα ή μεταβιβαστικό αντικείμενο);
Αυτό σημαίνει ότι δεν υποθέτουμε -όπως τείνουν να κάνουν οι περισσότεροι σωματικά προσανατολισμένοι θεραπευτές, λόγω της διαγενεακής έλλειψης ενοποίησης με την ψυχαναλυτική παράδοση- ότι ο θεραπευόμενος αντιλαμβάνεται ρεαλιστικά την καλοπροαίρετη και βοηθητική πρόθεση του θεραπευτή όταν κάνει την παρέμβασή του, αλλά εκλαμβάνει την παρέμβαση αυτή μέσω της μεταβίβασης. Στη γλώσσα της σύγχρονης σχεσιακής ψυχανάλυσης: Η παρέμβαση μετατρέπεται σε εκπραξία· συγκεκριμένα, η παρέμβαση μπορεί να γίνει η επανάληψη και η αναπαραγωγή μιας τραυματικής σχέσης, και επομένως επιδεινώνει και ενισχύει τα αρνητικά μοτίβα του θεραπευόμενου, αντί να επιφέρει θεραπευτική αλλαγή.
Η ουσιαστική εφαρμογή αυτών των αναγνωρίσεων στην πράξη, περιλαμβάνει έναν αναστοχαστικό βρόχο στην εσωτερική διαδικασία του θεραπευτή πριν και κατά την πραγματοποίηση μιας παρέμβασης, ειδικά όταν ο θεραπευτής πραγματοποιεί σωματικές παρεμβάσεις (κάτι που ο ψυχαναλυτής Patrick Casement αποκαλεί “δοκιμαστική ταύτιση”): Πώς θα δεχτεί το ασυνείδητο του θεραπευόμενου την παρέμβαση που πρόκειται να κάνω; Μέσα από τον φακό ποιου μεταβιβαστικού αντικειμένου είναι πιθανό να με βιώνει όταν κάνω αυτή την παρέμβαση;
Ο εσωτερικός μας προβληματισμός πάνω σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί αρχικά να βοηθηθεί και να ενημερωθεί με την απλή διάκριση των 4 διαφορετικών βασικών σχεσιακών στάσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω: Ποια μορφή θα έπαιρνε η παρέμβαση από καθεμία από αυτές τις τέσσερις στάσεις και οπτικές; Με κάπως υπεραπλουστευτικούς όρους, πώς θα κάναμε την παρέμβαση:
-
Από μια φαινομενικά ουδέτερη θέση της ψυχολογίας του ενός ατόμου, μια θέση “γιατρού” ή “δασκάλου” (θεραπευτική αγωγή και ψυχοεκπαίδευση).
-
Από μια καλοπροαίρετη, επανορθωτική θέση “θετικής μεταβίβασης”.
-
Από μια θέση “αρνητικής μεταβίβασης”, η οποία αναγνωρίζει την παρουσία ενός τραυματικού προσώπου, μορφής ή “αντικειμένου”.
-
Από μια αυθεντική, διαλογική θέση ως συν-εξερευνητής.
Κατανοώντας αρχικά ότι και οι 4 αυτές θέσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν, προκαλεί μια ουσιαστική διαφορά στη θεραπευτική μας παρουσία, στην επίγνωση των ασυνείδητων διεργασιών και των διακυμάνσεων στη θεραπευτική συμμαχία, και τελικά στο βάθος και στον αντίκτυπο του θεραπευτικού χώρου που παρέχουμε. Σε κάθε περίπτωση, αναγνωρίζουμε έμμεσα ότι χρησιμοποιούμε τη θεραπευτική σχέση ως μικρόκοσμο της ζωής και του τρόπου που σχετίζεται το άτομο, αλλά κατανοούμε ότι η δική μας εστίαση και η δική μας συμμετοχή δεν είναι “ουδέτερη”, αλλά φέρει ασυνείδητη σημασία μέσω της αφανής σχεσιακής στάσης του θεραπευτή.