Η αξιολόγηση της απόδοσης του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές λειτουργίες της Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων μέσω της οποίας επιτυγχάνονται οι στόχοι που έχουν τεθεί από μια επιχείρηση. Πράγματι, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις, τα τελευταία χρόνια, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην αξιολόγηση του προσωπικού τους, καθώς θεωρούν πως μέσω αυτής της διαδικασίας οι εργαζόμενοί τους αναπτύσσονται και έτσι συμβάλλουν σημαντικά στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, ιδιαίτερα σήμερα, σε αυτό το τόσο απρόβλεπτο και μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Η αξιολόγηση του προσωπικού συμβάλλει στον εντοπισμό των δυνατών αλλά και των αδύναμων στοιχείων των αξιολογούμενων, με απώτερο σκοπό να δώσει τη δυνατότητα στους εργαζομένους να κατανοήσουν σε τι επίπεδο βρίσκεται η απόδοσή τους και να παρακινηθούν για να τη βελτιώσουν. Η αξιολόγηση απόδοσης είναι μια διαδικασία με την οποία ο κάθε υπάλληλος ενημερώνεται και ενθαρρύνεται, προκειμένου να φτάσει στο καλύτερο δυνατό επίπεδο της απόδοσής του έχοντας παράλληλα και την κατάλληλη και συνεχή υποστήριξη της επιχείρησης. Με τη διαδικασία αυτή εξασφαλίζεται η προσωπική εξέλιξη κάθε υπαλλήλου, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της εργασιακής ικανοποίησης, της παρακίνησης και της αφοσίωσης προς την επιχείρηση και τους στόχους της. Η αξιολόγηση απόδοσης δεν κρίνει ανθρώπους, αλλά εξετάζει αντικειμενικά σε ποιο βαθμό ο κάτοχος μιας θέσης εργασίας επιτελεί τα καθήκοντά του (γνώσεις, δεξιότητες, συμπεριφορές) σύμφωνα με τις απαιτήσεις της επιχείρησης.
Η αξιολόγηση των εργαζομένων αποτελείται από συγκεκριμένα στάδια. Αρχικά θεσπίζονται τα κριτήρια απόδοσης πάνω στα οποία θα βασιστεί η αξιολόγηση, ενώ στη συνέχεια, ακολουθεί η παρακολούθηση και η εκτίμηση της συμπεριφοράς του αξιολογούμενου και ύστερα πραγματοποιείται η καταγραφή των συμπερασμάτων που προκύπτουν από την αξιολόγηση και στο τέλος ο εργαζόμενος πληροφορείται για την απόδοσή του.
Η αξιολόγηση θα πρέπει να διενεργείται βάσει προτύπων απόδοσης, κριτηρίων, συμπεριφοράς ή μέσω της σύγκρισης των εργαζομένων, ενώ οι μέθοδοι αξιολόγησης ταξινομούνται σε αντικειμενικές και υποκειμενικές. Οι υποκειμενικές διακρίνονται σε απόλυτες, ήτοι η απόδοση του υπαλλήλου μετράται έναντι καθορισμένων προτύπων, και σε σχετικές, ήτοι η απόδοση του υπαλλήλου συγκρίνεται με εκείνη των υπολοίπων στη μονάδα του. Οι αντικειμενικές μέθοδοι υπερτερούν σε σύγκριση με τις υποκειμενικές στο γεγονός ότι διασφαλίζουν την αμεροληψία, ωστόσο επικεντρώνονται στα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του υπαλλήλου, τα οποία επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες και όχι στην ίδια τη συμπεριφορά του. Γενικότερα, κάθε μέθοδος έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, που σχετίζονται κυρίως με την αμεροληψία, τη γραφειοκρατία, την υποκειμενικότητα και το βαθμό ποσοτικοποίησης της.
Ειδικότερα, υπάρχουν οι κάτωθι μέθοδοι αξιολόγησης: α) οι μέθοδοι βάσει αποτελεσμάτων/προτύπων απόδοσης (όπως μέτρηση παραγωγικότητας βάσει προτύπων και διοίκηση μέσω στόχων), β) οι μέθοδοι αξιολόγησης βάσει κριτηρίων (όπως η μέθοδος αφηγηματικής έκθεσης, η μέθοδος κρίσιμων περιστατικών, η μέθοδος της διαγραμματικής ή γραφικής κλίμακας, η μέθοδος του καταλόγου ελέγχου και η μέθοδος της υποχρεωτικής επιλογής), γ) οι μέθοδοι σύγκρισης των εργαζομένων (όπως η μέθοδος της απλής κατάταξης, η μέθοδος της εναλλακτικής κατάταξης, η μέθοδος κατανομής βαθμών, η μέθοδος σύγκρισης ζευγαριών και η μέθοδος υποχρεωτικής διασποράς) και δ) οι μέθοδοι μέτρησης της συμπεριφοράς (όπως η μέθοδος μέτρησης της συμπεριφοράς κατά επίπεδο διαβάθμισης, η μέθοδος μέτρησης της παρατηρούμενης συμπεριφοράς και η μέθοδος μέτρησης της αναμενόμενης συμπεριφοράς).
Τα οφέλη από την αξιολόγηση είναι πολλαπλά και έχουν αντίκτυπο τόσο στην εύρυθμη λειτουργία μιας επιχείρησης, όσο και στη βελτίωση της απόδοσης του ανθρώπινου δυναμικού της. Πιο συγκεκριμένα, μέσω της αξιολόγησης καθορίζονται και υλοποιούνται σαφή πρότυπα απόδοσης, σύμφωνα με τους στόχους της επιχείρησης, ενώ επίσης, διαπιστώνονται οι ικανότητες και τα προσόντα των εργαζομένων και έτσι καθίσταται δυνατή η αξιοποίησή τους στην κατάλληλη θέση. Επιπλέον, διαπιστώνονται οι αδυναμίες και οι ελλείψεις τους, ώστε να ληφθεί μέριμνα για την αποκατάστασή τους, προκειμένου οι εργαζόμενοι να παραμείνουν στην επιχείρηση, ενώ τους παρέχεται η δυνατότητα να εκθέσουν τις απόψεις/προτάσεις τους τόσο αναφορικά με την προσωπική τους εξέλιξη όσο και με την ίδια την επιχείρηση. Επιπροσθέτως, λαμβάνονται οι αναγκαίες πληροφορίες για τη σχεδίαση και πραγματοποίηση νέων εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Ακόμη, διαμορφώνεται μια εικόνα για τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των εργαζομένων, ώστε να επιτυγχάνεται η τοποθέτησή τους σε κατάλληλες θέσεις κι ομάδες, ώστε να είναι πιο συνεργάσιμοι και παραγωγικοί. Επίσης, μειώνεται η αμφιβολία από την πλευρά των εργαζομένων και της διοίκησης, μιας και δίνεται η δυνατότητα στον εργαζόμενο να ελέγχει ο ίδιος τόσο την απόδοσή του συγκριτικά με τους συναδέλφους του όσο και την ανταπόκριση της πολιτικής της επιχείρησης στις προσωπικές του βλέψεις κι αναλόγως να σχεδιάζει την εξέλιξή του. Παράλληλα βοηθά στην ανάδειξη εκείνων των στελεχών που μπορούν να εξελιχθούν σε ανώτερα επίπεδα της ιεραρχίας.
Τέλος, διευκολύνεται η χάραξη πολιτικών ανταμοιβών και υποκίνησης. Η αίσθηση της αναγνώρισης είναι σημαντική για την ικανοποίηση των στελεχών και μειώνει τις πιθανότητες αποχώρησής τους από τον οργανισμό. Στη διαδικασία και στα αποτελέσματα της αξιολόγησης στηρίζονται οι αποφάσεις της διοίκησης που έχουν να κάνουν με προαγωγές, μισθολογικού ή ηθικού τύπου ανταμοιβές, υποβιβασμούς, απολύσεις, κλπ.
Συνοψίζοντας, ένα επιτυχημένο σύστημα αξιολόγησης θα πρέπει να παρέχει στον εργαζόμενο τη κατάλληλη ανατροφοδότηση ώστε να βελτιώνεται και να επιτυγχάνει τους στόχους του συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην επίτευξη των στόχων της επιχείρησης. Η αξιολόγηση αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο ελέγχου της προόδου της επιχείρησης στο σύνολό της, ώστε να μπορεί να αναπτύσσεται μέσα στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της σύγχρονης εποχής. Μέσω της αξιολόγησης οι επιχειρήσεις θα μπορούν να παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις σχετικά με την αύξηση της απόδοσης των εργαζομένων και να προβαίνουν σε αντικειμενικότερη διαχείριση θεμάτων όπως οι προαγωγές, οι υψηλότερες αμοιβές, η αλλαγή αντικειμένων εργασίας και η βελτιστοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Έτσι, όταν οι εργαζόμενοι βλέπουν ότι οι παραπάνω ανάγκες τους καλύπτονται, νιώθουν ικανοποίηση και η απόδοσή τους αυξάνεται σημαντικά και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμο για κάθε επιχείρηση.